- προεξαγκωνίζω
- προεξ-αγκωνίζω, as a pugilistic term,A spar before beginning to fight: hence metaph., of a speaker,
οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεται Arist.Rh.1416a2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεται Arist.Rh.1416a2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεξαγκωνίζω — Α (στην πυγμαχία) κινώ προς τα πίσω τους αγκώνες και ετοιμάζομαι να χτυπήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαγκωνίζω «σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα»] … Dictionary of Greek
προεξαγκωνίσας — προεξαγκωνίσᾱς , προεξαγκωνίζω spar before aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προεξαγκωνίσᾱς , προεξαγκωνίζω spar before aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)